επιτρωπώ

επιτρωπώ
ἐπιτρωπῶ, -άω (ποιητ. τ. αντί επιτρέπω) (Α)
1. επιτρέπω
2. εμπιστεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρωπώ «γυρίζω ανάποδα» (< τρέπω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη-εκτεταμένη βαθμίδα τρωπ- τού θ. τρεπ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”